Πηγή
η Κλίκα
Διαδικτυακό Περιοδικό
για το λαϊκό τραγούδι
Μάρτιος 2010
Διονύσης Γουλάρας
Θεσσαλονίκη, του Αγίου Αντωνίου, Κυριακή. Πήγα νωρίς, στις δέκα παρά τέταρτο. Ο Δημήτρης Σφίγγος μου είπε από το τηλέφωνο ότι δεν έχει τίποτα για σήμερα. Έπρεπε να έρθω νωρίς. Τα φώτα ήταν ακόμα ανοιχτά. Μόνο ο Δημήτρης Μυστακίδης ήταν εκεί με τον Κώστα το σερβιτόρο και πεντ’ έξι ακόμα που δυστυχώς δε γνωρίζω ποιοι είναι. Βρίσκω θέση στο μπαρ. Κάθομαι και περιμένω. Κανα-δυό μοναχικοί ακόμα έρχονται και πιάνουν θέση στο μπαρ. Περιμένουμε όλοι μαζί, οι ξέμπαρκοι. Σαν νεοσύλλεκτοι που περιμένουμε να παρουσιαστούμε. Ένας πιτσιρικάς είναι εκεί, με τον μπαμπά του. Έχει και ένα μπουζούκι. Μαλλιά όρθια ζελεδιασμένα. Όλο γελάει. Ωραίος ο μικρός!
Σε λίγο η πόρτα ανοίγει. Μπαίνει μέσα ο Νίκος Τατασόπουλος. Μαύρο παλτό, μαύρο σακάκι, μαύρο πουκάμισο, σκούρα γραβάτα με τη μαύρη θήκη στο χέρι. Θυμάμαι κάτι παλιά φιλμ νουάρ. Ντίλιγκερ.. Σοβαρός. Επιβάλλεται με τη μία. Χωρίς πολλά-πολλά. Χαιρετισμοί, χαριεντίσματα. Μήπως είναι γιατρός; Μπορεί. Μάλλον ήρθε για να μας κάνει εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς. Η θήκη ανοίγει. Οχτώ κλειδιά, φαρδύ τάστο. Τρίχορδο. Παλαιάς κοπής και μπαρουτοκαπνισμένο μου φαίνεται. Κάθεται στην καρέκλα του πάλκου και αρχίζει να το χαϊδεύει. Οι πρώτοι ήχοι. Το μπουζούκι χασμουριέται και αρχίζει να ξυπνάει. Έρχεται και ο Δημήτρης στην κονσόλα. Ρυθμίσεις. Ρυθμιστής στην κονσόλα και όχι μόνο. Γρήγορα και απλά. Συνεννοούνται. Ο αλληλοσεβασμός φαίνεται. Καλή χημεία.
Ο πιτσιρικάς δεν ξεκολλάει το βλέμμα του. Κοιτάει το Δάσκαλο και γελάει, λάμπει. Σε μια στιγμή έρχονται δίπλα-δίπλα. Ο μικρός κάθεται και βγάζει ένα τετράχορδο. Αρχίζει να παίζει στο Δάσκαλο. Σοβαρεύει. Είναι γρήγορος ο μικρός. Δεξιοτέχνης. Οι νότες χαμηλόφωνες. Ο Δάσκαλος τον παρατηρεί με σεβασμό και προσοχή. Σε μια στιγμή σταματάει να παίζει. Ο Δάσκαλος με σιγανή φωνή λέει κάτι στο μικρό και αυτός ρουφάει την κάθε κουβέντα που βγαίνει. Αυτά που είπαν είναι μεταξύ τους και θα τον συνοδεύουν για πολλά χρόνια. Ο πατέρας γελάει, λάμπει και αυτός. Να σου ζήσει ο λεβέντης μάγκα μου! Ευχή σου δίνω να μην τον κάψεις από την πολλή αγάπη.
Σε λίγο έρχεται και η Πελαγία. Ένα χαμόγελο όσο χίλια της ποιήματα. Έπρεπε να το είχα μυριστεί ότι η σκούφια της είναι σμυρνέικια. Βρίσκουμε και καθόμαστε σε ένα τραπέζι με τη φίλη της. Είχαν καλό τραπέζι, αλλά με φορτώθηκαν και πήγαμε δίπλα στο τοίχο. Είμαστε σε γωνία, δε βλέπω τα δάχτυλα του Δασκάλου. Καλύτερα. Όπως έλεγε και ένας άλλος δάσκαλος, αδικοχαμένος, κοιτώντας το δάχτυλο που δείχνει το φεγγάρι χάνεις το φεγγάρι.
Τα τραπέζια έχουν γεμίσει. Παίρνουν θέση στο πάλκο. Ησυχία. Το πρόγραμμα αρχίζει. Είναι σαν να βρίσκομαι σε διαδικασία απογείωσης. “Fasten your seatbelt”.. Οι πρώτες πενιές χτυπούν σαν μαχαιριές. Μεταλλικές, δυνατές, άγριες, αλύπητες. Δεν καταλαβαίνω τι συμβαίνει. Είναι δυνατόν αυτό το όργανο να βγάζει τέτοια πράγματα; Όσο περνάει η ώρα το θηρίο μουγκρίζει όλο και περισσότερο. Αγριεύει. Προσπαθεί να ξεφύγει. Σαν παλιά θεότητα μεταμορφώνεται. Πότε σε σάζι, πότε σε ούτι. Εκεί χαμηλά, στη μπουργκάνα. Του κάκου. Ο Δάσκαλος το κρατάει. Μορφάζει. Η καρέκλα κουνιέται από τον αγώνα και χτυπάει πίσω στην αφίσα. Εκεί που γράφει «ζωντανοί μουσικοί». Πιο ζωντανοί δε γίνεται, σκέφτομαι.
Ταξίμι με κιθάρα, Μισιρλού. Ταξιδεύουμε. Η Ανατολή έκανε στάση δίπλα στο Λευκό Πύργο που συνέρχεται λιγάκι. Αυτός ο έρμος με τόσα που ‘χει ακούσει στη γειτονιά του τα τελευταία χρόνια είχε πιστέψει ότι το λαϊκό σαλονικιώτικο τραγούδι είναι το “Love is in the air”. Η Μαρία τραγουδάει και λυγίζει το κορμί της πάνω-κάτω σαν το χορό που κάνουν κάποια εξωτικά πουλιά για να προσελκύσουν το ταίρι τους. Σε κάποιες στιγμές μαζί με τα όργανα συντονίζονται και τα κορμιά. Πάλλονται. Καλοσυντονισμένοι. Καλοκουρδισμένοι. Σαν σήμερα, λέει η Μαρία, γεννήθηκε και πέθανε ο Βασίλης Τσιτσάνης. Περασμένες δώδεκα. «Αύριο!» φωνάζει κάποιος. «Το αύριο δεν είναι σήμερα;» του απαντάει. Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα…
Τα ταξίμια του Δάσκαλου είναι πέρα από κάθε φαντασία. Δεν καταλαβαίνω τι κάνει. Ούτε με τη λογική ούτε με το συναίσθημα. Τεντωνόμαστε. Βομβαρδιζόμαστε! Εν μέσω Τατασοπουλέικου ταξιμιού, ο Δημήτρης με τον τρόπο που μόνο αυτός ξέρει εκτονώνει την κατάσταση «μερακλίδικα». Λυνόμαστε όλοι. Δεν μπορούμε να σταματήσουμε να γελάμε. Μαγαζί και μουσικοί. Σκέφτομαι: αυτό είναι το καλό μπουζούκι σήμερα; Χρειάζεται τόση πολυπλοκότητα για να βγει το συναίσθημα; Ώσπου ο «Πολυτεχνίτης» έρχεται να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Απλές, λιτές πενιές, ωραίες. Έχουν γνώση οι φύλακες… Σε κάποια στιγμή τα δάχτυλα τρελαίνονται, ανηφορίζουν κυματίζοντας αχαλίνωτα. Χειροκροτήματα από ενθουσιώδη νεαρό ξεσπούν από πίσω την ώρα της φράσης. Το μαγαζί θα έπρεπε να λέγεται «Τουμπεκί». Για να είναι οι θαμώνες υποψιασμένοι.
Το πρόγραμμα συνεχίζεται. Ενέργεια ξεχειλίζει από το πάλκο. Και συναίσθημα. Πού τη βρίσκουν τόση ορμή; Πού τη βρίσκουν τόση ευαισθησία; Όχι, αυτό το σχήμα δεν είναι για να κάνεις την πλακίτσα σου με δυο τρία κρασάκια. Δεν είναι για να πεις δυο κουβέντες με κάνα κολλητό. Είναι όντως απόλυτο αυτό το σχήμα. Όσο θέλω να μείνει πάντα σε μικρούς χώρους, άλλο τόσο θέλω να αποτυπωθεί σε κάτι καλύτερο από κάποια γιουτουμπέικα βιντεάκια.
Επιστροφή στην Πόλη. Το μισοφέγγαρο στο τζάμι του τούρκικου τρένου ετοιμάζεται να πάει στον τόπο του. Τελικά τι έγινε εκείνο το βράδυ; Θυμάμαι τη φράση ενός φίλου μου μουσικού: «πολλοί άκουσαν, λίγοι κατάλαβαν». Γαμώτο… Οι πενιές του μπουζουκιού ηχούν ακόμα στ’ αυτιά μου, όπως το σφυρί πάνω στ’ αμόνι. Ξεκινάμε. Μια τελευταία ματιά πίσω προσπερνώντας την εκκλησία των Αγίων Πάντων. Καλή αντάμωση… Έρχονται στο μυαλό μου τα παιχνιδίσματα της κιθάρας του Δημήτρη και οι πενιές γλυκαίνουν, ημερεύουν, τιθασεύονται. Ο ρυθμός των τραγουδιών συντονίζεται με το ρυθμικό ήχο του βαγονιού πάνω στις ράγες. Η κιθάρα… Αυτό το ρεμπέτικο γκέμι θέλει τέχνη, εγρήγορση και ευαισθησία για να μπορέσεις να το κρατήσεις. Καλό δέσιμο, καλή χημεία και όχι μόνο. Τέτοια σχήματα σε κάνουν να χαίρεσαι την εποχή σου. Την ομορφαίνουν. Και αυτό που σου δίνουν, δεν μπορεί να σου το πάρει κανείς.