Το Flamenco σε μια από τις πιο καθαρές μορφές του…
Την εποχή της ακμής της βιομηχανικής επανάστασης στην Ισπανία, και όταν ο αστός έχει χάσει την ταυτότητα του, τότε παρουσιάζεται ο τσιγγάνος γυρολόγος να ταράξει τα ήρεμα νερά της ζωής του, δημιουργώντας σύγχυση θέτοντας απλά ένα θέμα: Ισπανική Ταυτότητα, ισπανικό ρούχο, ισπανική μουσική.
Με ένα τρόπο που μόνο αυτός γνωρίζει, αυτοσχεδιάζοντας (buleriando), εκμεταλλευόμενος της συγκυρίας (seguiriyas) της σύγχυσης του παραπλανημένου νεόπλουτου αστού, ξεφεύγει από την μοναξιά (soledad) του περιθωρίου, εισβάλει στην καθημερινότητα και επιβάλει την κουλτούρα του, άλλοτε χαρούμενα (alegrias) άλλοτε με λύπη (soleares), πάντα όμως με ένα μοναδικό σατιρικό τρόπο, τόσο έξυπνο και τόσο χαριτωμένο, που όχι μόνο του επιτρέπει να κερδίζει χρήματα, αλλά να ζει και να εκφράζεται χωρίς να ενοχλεί την περίπλοκη ζωή του αστού, και πολλές φορές να την επηρεάζει, όπως έγινε και με το flamenco, που με τη μαγεία του κατάφερε μέσα στα λίγα χρόνια της ύπαρξης του, να είναι πλέον παράδοση και μάλιστα με μια ανεπανάληπτη εξέλιξη που παρόμοια δεν συναντάς εύκολα σε άλλο είδος μουσικής.
Αυτή η μυστήρια δύναμη που όλοι νιώθουμε… το σκοτεινό και ολότρεμο duende είναι απόγονος του εύθυμου δαίμονα του Σωκράτη που είχε πηδήσει από τους μυστηριακούς έλληνες στους χορευτές του Cádiz…
Ο ερχομός duende φέρνει μαζί του ένα συναίσθημα φρεσκάδας εντελώς πρωτόγνωρο, έτσι όπως μοιάζει με καινούργιο τριαντάφυλλο, με θαύμα, γεννώντας στο τέλος ένα σχεδόν θρησκευτικό ενθουσιασμό.
Είναι σαν να συγκεντρώνεται όλος ο δαιμονισμός του κλασικού κόσμου σε αυτό το τέλειο θέαμα, σύμβολο του πολιτισμού και της μεγάλης ευαισθησίας ενός λαού που ανακάλυψε τον ωραιότερο θυμό, την ωραιότερη μελαγχολία και τον ωραιότερο πόνο του ανθρώπου…
Στο τραγούδι η Montse Amador, στις κιθάρες ο Γιώργος Μυτάκης και ο Κώστας Τσουμάνης και στο φλάουτο η Εύα Ματσίγκου.